- ηπειρωτικός
- -ή, -ό (AM ἠπειρωτικός, -ή, -όν) [ηπειρώτης]1. αυτός που ανήκει ή προσιδιάζει σε μεγάλη έκταση γης, σε αντιδιαστολή με τα νησιά (α. «ηπειρωτική Ευρώπη» β. «ἠπειρωτικά ἔθνη καρπουμένους», Ξεν.)2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή κατάγεται ή προέρχεται από την Ήπειρονεοελλ.φρ.1. «ηπειρωτικό κλίμα» — το κλίμα τού εσωτερικού τών ηπείρων στις περιοχές τών μέσων γεωγραφικών πλατών, το οποίο χαρακτηρίζεται από μεγάλο θερμικό εύρος ανάμεσα στον χειμώνα και στο καλοκαίρι2. «ηπειρωτική αέρια μάζα» — εκτεταμένη μάζα αέρα, η οποία δημιουργείται πάνω από τις ηπείρους και χαρακτηρίζει τις εσωτερικές, ηπειρωτικές, μη ορεινές περιοχές.επίρρ...ἠπερωτικῶς (Α)με ηπειρωτικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.